καστόριαι

καστόριαι
καστορίδες
hounds
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”